υπερλίπωση

υπερλίπωση
η, Ν
ιατρ. τοπική ή καθολική αύξηση τού λιπώδους ιστού τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + λίπος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερλίπωσις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερλίπωση — η υπερβολική αύξηση τοπική ή καθολική του λιπώδους ιστού του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”